Φραντς Κάφκα – Ο Γύπας

Ήταν ένας γύπας και μου αγκρίφωνε τα  πόδια. Ποδήματα και κάλτσες τάχε κουρελιάσει· τώρα ξέσκλιζε κιόλας τα πόδια μου. Άπαυστα χτυπούσε, φτεροκόπαε ύστερα ώρα τριγύρω μου ανήσυχα και ξακολούθαγε μετά τη δουλειά του. Ήρθε ένας άνθρωπος, κοίταξε μια στιγμούλα και μετά ρώτησε πως και τον υπομένω τούτο τον Γύπα. «Μα είμαι άοπλος», είπα εγώ, «ήρθε κι άρχισε να με ξεσκλίζει, θέλησα εγώ φυσικά να τον διώξω, δοκίμασα μάλιστα να τον πνίξω, αλλά ένα τέτοιο θηρίο έχει τρανή δύναμη· ήθελε να μου πηδήξει στο πρόσωπο, έτσι θυσίασα καλύτερα τα πόδια. Μόνο που τώρα είναι κιόλας ξεσκισμένα».

«Μα πως βασανίζεστε»,  είπε ο κύριος, «ένα σμπάρο, και ο Γύπας πάει, τέλειωσε». «Είναι έτσι;», ρώτησα εγώ, «και αγαπάτε να το φροντίσετε;». «Ευχαρίστως», είπε ο κύριος, «πρέπει μόνο να πάω σπίτι μου να φέρω το όπλο μου. Μπορείτε να περιμένετε ακόμα μισή ώρα;». «Αυτό δεν το ξέρω», είπα  και στάθηκα μια στιγμή μαργωμένος από τον πόνο· μετά είπα πάλι: «Παρακαλώ, όπως και νάχει το πράμα, εσείς δοκιμάστε το». «Καλά», είπε ο κύριος, «θα κάνω γρήγορα».

Ο Γύπας, όσο διάρκεσε η συζήτηση, είχε αφουγκραστεί ήρεμα και πήγαινε από μένα στον κύριο τη ματιά του. Τώρα έβλεπα λοιπόν πως τάχε καταλάβει όλα, φτεράκισε ψηλά, τοξόθηκε από μακριά προς τα πίσω για να πάρει φόρα και κάρφωσε μετά το ράμφος μέσ’ απ’ το στόμα μου βαθιά στα σωθικά μου σαν ένας ακοντιστής. Πέφτοντας πίσω αιστάνθηκα λευτερωμένος, καθώς εκείνος, πλημμυρίζοντας τα έσχατα βάθη μου, ξεχειλίζοντας τις έσχατες όχθες μου αίμα, πνιγότανε δίχως ελπίδα σωτηρίας.

Καταχωρίσθηκε στὴν κατηγορία Διήγημα. Φυλάξτε τὸν μόνιμο σύνδεσμο στὰ ἀγαπημένα σας.

Σχολιάστε