Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα·
κ΄ η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς.
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια-
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά·
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ-
η αμαρτία μας!
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά-
πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα.
Τώρα, με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!